- περιπάττω
- Α(αττ. τ.) βλ. περιπάσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπάσσω — και αττ. τ. περιπάττω Α πασπαλίζω κάτι ολόγυρα («ἄλευρον περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek